- αποχραινω
- ἀποχραίνωἀπο-χραίνω1) смягчать яркость окраски
(χραίνειν ἢ ἀ. Plat.)
2) менять окраску(ὅ καρπὸς ἀποχραίνεται Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(χραίνειν ἢ ἀ. Plat.)
(ὅ καρπὸς ἀποχραίνεται Arst.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αποχραίνω — ἀποχραίνω (Α) 1. μεταβάλλω ένα χρώμα από ανοιχτό σε σκούρο 2. (για φρούτα) αλλάζω χρώμα … Dictionary of Greek
ἀποχραινομέναις — ἀποχραίνω colour pres part mp fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχραίνειν — ἀποχραίνω colour pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχραίνεται — ἀποχραίνω colour pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀποχρᾶναι — ἀποχράω suffice pres inf act (attic) ἀποχραίνω colour aor inf act (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)